δικτυουλκοί

δικτυουλκοί
δικτυουλκός
drawing nets
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δικτυουλκός — δικτυουλκός, όν (Α) 1. αυτός που τραβάει τα δίχτυα 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Δικτυουλκοί τίτλος δράματος τού Αισχύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκτυον + ουλκός < ολκή ή ολκός (πρβλ. ιχθυουλκός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”